μπάρμπας — ο (λ. ιταλ.) 1. ο θείος. 2. ηλικιωμένο πρόσωπο. 3. ως προσφώνηση ηλικιωμένου προσώπου, μπαρμπα , άτονο, με ενωτικό: Όλοι λυπηθήκαμε για το θάνατο του μπαρμπα Γιάννη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région … Wikipédia en Français
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αφεντάκης — ο 1. πατερούλης 2. γέρος, μπάρμπας 3. σύζυγος 4. πεθερός 5. παπάς … Dictionary of Greek
μπαρμπούλης — ο [μπάρμπας] (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος θείος … Dictionary of Greek
παραστέκω — και παραστέκομαι (ενεργ. και μέσ.) 1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τόν υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να τού παρασταθεί», Ερωτόκρ.) 2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε… … Dictionary of Greek
Παναχαϊκό — Βουνό της βορειοδυτικής Πελοποννήσου στον νομό Αχαΐας. Έχει υψηλότερη κορυφή τον Βοϊδά (υψόμ. 1.926 μ.) και δεσπόζει στα A της Πάτρας. Πρόκειται για γυμνό κυρίως βουνό, που το αυλακώνουν βαθιές χαράδρες κοίτες και κοιλάδες από διάφορους ποταμούς … Dictionary of Greek