μπάρμπας

μπάρμπας
ο (Μ μπάρμπας και μπάρπας και πάρπας)
αδελφός τής μητέρας ή τού πατέρα, θείος («πήγα στη θεία μου για ψωμί, στο μπάρμπα για παπούτσια, η θεία μου μ' είδε κι' έκλεισε, ο μπάρμπας μ' αμπαρώνει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. προσηγορικό κατά την προσφώνηση ηλικιωμένων ανθρώπων ως ένδειξη σεβασμού σε συνεκφορά με το κύριο όνομα («αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα», Παπαδ.)
2. φρ. α) «έχει μπάρμπα στην Κορώνη» — έχει πολύ ισχυρά πολιτικά μέσα
β) «δώσε μου και μένα, μπάρμπα!» — λέγεται για άριστης ποιότητας εμπόρευμα που διαλαλείται από πλανόδιο, συνήθως, πωλητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. σημ. «γενειοφόρος» < ιταλ. barba «γενειάδα» και μεταφορικά «ηλικιωμένος, σεβάσμιος άνθρωπος» < λατ. barba «γενειάδα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπάρμπας — ο (λ. ιταλ.) 1. ο θείος. 2. ηλικιωμένο πρόσωπο. 3. ως προσφώνηση ηλικιωμένου προσώπου, μπαρμπα , άτονο, με ενωτικό: Όλοι λυπηθήκαμε για το θάνατο του μπαρμπα Γιάννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αφεντάκης — ο 1. πατερούλης 2. γέρος, μπάρμπας 3. σύζυγος 4. πεθερός 5. παπάς …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπούλης — ο [μπάρμπας] (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος θείος …   Dictionary of Greek

  • παραστέκω — και παραστέκομαι (ενεργ. και μέσ.) 1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τόν υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να τού παρασταθεί», Ερωτόκρ.) 2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε… …   Dictionary of Greek

  • Παναχαϊκό — Βουνό της βορειοδυτικής Πελοποννήσου στον νομό Αχαΐας. Έχει υψηλότερη κορυφή τον Βοϊδά (υψόμ. 1.926 μ.) και δεσπόζει στα A της Πάτρας. Πρόκειται για γυμνό κυρίως βουνό, που το αυλακώνουν βαθιές χαράδρες κοίτες και κοιλάδες από διάφορους ποταμούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”